- ιμαντοκίνητος
- -η, -ο(για μηχανές), που κινείται με ιμάντα ο οποίος ενώνει δύο τροχούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιμαντοκίνητος — η, ο (για μηχανές) αυτός που κινείται με ιμάντα ο οποίος ενώνει τους τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. belt driven. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek